- ἐνυγροθηρικός
- ἐνυγρο-θηρικός, ή, όν,A of or for fishing, Id.Sph.220a, 221b.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ενυγροθηρικός — ἐνυγροθηρικός, ή, όν (Α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αλιεία … Dictionary of Greek
ἐνυγροθηρικόν — ἐνυγροθηρικός of masc acc sg ἐνυγροθηρικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνυγροθηρικοῦ — ἐνυγροθηρικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)